γυμναστικοῦ

γυμναστικοῦ
γυμναστικός
fond of athletic exercises
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • πανιώνιος — I Κάτοικος της αρχαίας Χίου που αγόραζε ωραίους νέους ή και παιδιά, τους ευνούχιζε και τους πουλούσε στις Σάρδεις και στην Έφεσο αντί μεγάλων χρηματικών ποσών. Τους ευνούχους αυτούς οι άρχοντες της εποχής τους χρησιμοποιούσαν για οικιακές… …   Dictionary of Greek

  • Λευκαδίτης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1872 – 1944). Γυμναστής, αθλητής της ενόργανης γυμναστικής και ιδρυτής του ελληνικού προσκοπισμού. Υπήρξε από τους πρώτους σπουδαστές της Γυμναστικής Σχολής, η οποία ιδρύθηκε το 1897, διευθυντής του γυμναστηρίου του Πανελληνίου Γυμναστικού …   Dictionary of Greek

  • μπόξερς — (boxers). Αγγλικός όρος που υποδηλώνει τα μέλη της κινεζικής μυστικής εταιρείας των Ι χο τσ’ιουάν («Γροθιές δικαιοσύνης και αρμονίας»), τα οποία υποκίνησαν το 1900 τη λεγόμενη εξέγερση των μπόξερς. Με τη μορφή αρχικά του γυμναστικού συλλόγου, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”